- τρομώ
- -έω, Α [τρόμος]1. τρέμω, ιδίως από φόβο, τρομάζω2. (με απρμφ.) φοβάμαι να πράξω κάτι3. (το ενεργ. και μέσ.) (με αιτ.) τρέμω μπροστά σε κάποιον, τόν φοβάμαι υπερβολικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρομῶ — τρομέω tremble pres subj act 1st sg (attic epic doric) τρομέω tremble pres ind act 1st sg (attic epic doric) τρομός trembling masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόμω — τρόμος trembling masc nom/voc/acc dual τρόμος trembling masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόμῳ — τρόμος trembling masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόμωι — τρόμῳ , τρόμος trembling masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АНАПОДИЗМ — [греч. ἀναποδισμός от ἀναποδίζω двигаться назад, возвращаться], вид визант. церковно певч. композиции эпохи калофонического пения. А., как и анаграмматизм (в рукописях эти термины часто смешиваются и взаимозаменяются), обозначает перестановку… … Православная энциклопедия
ατρόμητος — η, ο (AM ἀτρόμητος, ον) [τρομώ] άτρομος, άφοβος … Dictionary of Greek
προτρομώ — έω, Α τρέμω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τρομῶ «τρέμω» (< τρόμος)] … Dictionary of Greek
σιγοτρομώ — και σιγοτρομάσσω Ν τρέμω ελαφρά, φρίττω, ανατριχιάζω («δεν ηύρηκεν τη λυγερή κι όλος σιγοτρομάσσει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σιγοτρομώ < σιγά + τρομώ (< τρέμω), ενώ ο τ. σιγοτρομάσσω < σιγά + τρομάσσω, άλλος τ. τού τρομάζω] … Dictionary of Greek
τρομητός — ή, όν, ΜΑ [τρομῶ] μσν. (για αβγό) παρασκευασμένος με ανατάραξη, χτυπητός αρχ. 1. αυτός που τρέμει 2. (για αβγό) μέτρια βρασμένος, μελάτος … Dictionary of Greek
υποτρομώ — έω, Α 1. τρέμω αποκάτω, τρέμουν τα πόδια μου 2. τρέμω από φόβο μπροστά σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τρομῶ «τρέμω» (< τρόμος)] … Dictionary of Greek